- ἐπάγερσιν
- ἐπάγερσιςmusteringfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάγερσις — ἐπάγερσις, η (Α) [επαγείρω] συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek